ιττέλα

ιττέλα
ἰττέλα και ἰτθέλα, ἡ (Α)
(κατά τον Πολύδ.) διφθέρα, δέρμα από αίγα, ιξαλή* και ιξάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ἰττέλα όσο και ο τ. ἰτθέλα αποτελούν διαφορετικές γραφές τού τ. ἰξαλῆ (< ἴξαλος). Οι γραφές τού τ. με -ξ-, -ττ-, -τθ- αποτελούν ενδείξεις ότι η λ. είναι μικρασιατικής προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”